ξελογιάζω

ξελογιάζω
1. ξεμυαλίζω, μωραίνω, παίρνω τα λογικά κάποιου
2. παραπλανώ, εξαπατώ («τόν ξελόγιασε με ψεύτικες υποσχέσεις»)
3. (ενεργ. και μέσ.) εκμαυλίζω, αποπλανώ (α. «ξελόγιασε τη μικρή» β. «ξελογιάστηκε με μια παντρεμένη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + λογιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξελογιάζω — ξελογιάζω, ξελόγιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξελογιάζω — ξελόγιασα, ξελογιάστηκα, ξελογιασμένος 1. παρασύρω κάποιον έξω από τη λογική, παραπλανώ, ξεμυαλίζω: Το ξελόγιασε το κορίτσι. 2. το μέσ., ξελογιάζομαι παρασύρομαι, ξεμυαλίζομαι: Ξελογιάστηκε με μια μικρή, γέρος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξελόγιασμα — το [ξελογιάζω] το αποτέλεσμα τού ξελογιάζω, ξεμυάλισμα, αποπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • αγιαρντίζω — αποπλανώ, εξαπατώ, ξελογιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ayardim, αόρ. τού ρ. ayartmak] …   Dictionary of Greek

  • αναπτερώνω — και αναφτερώνω (Α ἀναπτερῶ, όω) δίνω κατά κάποιον τρόπο φτερά, ενθουσιάζω, ενθαρρύνω, ενισχύω αρχ. Ι. (ενεργ. (1. (για πτηνά) δίνω φτερά σε κάποιον, τόν κάνω να φτερουγίσει, να πετάξει 2. ανορθώνω, σηκώνω 3. δημιουργώ έξαρση σε κάποιον, ερεθίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανασηκώνω — (Α ἀνασηκῶ, όω) 1. σηκώνω προς τα επάνω, ανυψώνω 2. (για πράγματα) παίρνω κάτι από κάτω, σηκώνω 3. παραπλανώ, ξελογιάζω αρχ. προσθέτω όσο βάρος λείπει, γίνομαι αντισήκωμα, αναπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σηκώ «ζυγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ανασήκωμα,… …   Dictionary of Greek

  • αποπλανώ — (AM ἀποπλανῶ, άω, Α κ. έω) νεοελλ. 1. ξεγελώ με απατηλές υποσχέσεις, παρασύρω, ξελογιάζω γυναίκα 2. ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανηλίκου ή πνευματικά ανάπηρου προσώπου αρχ. Ι. 1. εκτρέπω από την ευθεία, απομακρύνω από το κύριο θέμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… …   Dictionary of Greek

  • μαυλίζω — και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [μαύλις (Ι)] εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη νεοελλ. 1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 2. προσελκύω θηράματα με μίμηση τής φωνής τους («σαν τα πουλιά,… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”